πολυφασικός

πολυφασικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που έχει πολλές φάσεις, που εμφανίζεται με πολλές μορφές
2. φρ. «πολυφασικό ηλεκτρικό σύστημα»
(ηλεκτρολ.) σύνολο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, τάσεων ή ρευμάτων, τής ίδιας συχνότητας, τα οποία παρουσιάζουν ανά δύο διαφορά φάσης ίση με 2 πn.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyphasic (< πολυ-* + φασικός < φάσις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυφασικός — ή, ό 1. αυτός που παρουσιάζει πολλές φάσεις, μορφές. 2. για ρεύμα, αυτό που έχει πολλές φάσεις: Πολυφασικό ρεύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”